- εὐσάρκῳ
- εὔσαρκοςfleshymasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσαρκώ — (I) εὐσαρκῶ, έω (Α) [εύσαρκος] είμαι εύσαρκος, έχω καλή σωματική υγεία. (II) εὐσαρκῶ, όω (Α) [εύσαρκος] καθιστώ κάποιον εύσαρκο, υγιή … Dictionary of Greek